Νορμανδός

Νορμανδός
θηλ. -ή
ο κάτοικος τής Νορμανδίας, περιοχής τής Γαλλίας, ή ο καταγόμενος από την περιοχή αυτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λέιφ, Έρικσον ο Ευτυχής — (Eriksson Leiv den Hepne, 970 – 1021). Νορμανδός θαλασσοπόρος. Ήταν γιος του Έρικ του Ερυθρού, ιδρυτή των σκανδιναβικών εγκαταστάσεων στην Ισλανδία και στη Γροιλανδία. Το 999 επισκέφθηκε τον βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ Τρίγκβασον, μετά από διαταγή …   Dictionary of Greek

  • Νορμανδικά νησιά — (αγγλ. Channel Islands ή Norman Isles, γαλλ. Iles Normandes). Βρετανικό αρχιπέλαγος (195 τ. χλμ., 125.000 κάτ.) στο Στενό της Μάγχης, μεταξύ των γαλλικών χερσονήσων Κοταντέν στα Α και Βρετάνης στα ΝΔ. Περιλαμβάνει τα νησιά Τζέρσι, Γκέρνσι,… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος — (11ος αι.). Νορμανδός αρχηγός μισθοφόρων στον Βυζαντινό στρατό. Ανήκε σε ισχυρή οικογένεια των Νορμανδών της Γαλλίας και το 1069 πήρε μέρος στην εκστρατεία των συμπατριωτών του, με επικεφαλής τον Ροβέρτο Γιϊσκάρδο, στην Ιταλία, όπου διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ταγκρέδος — (Tancrède, ; – 1112). Νορμανδός τυχοδιώκτης. Ήταν εγγονός του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου και ανιψιός του Βοημούνδου, τον οποίο ακολούθησε το 1096 κατά την πρώτη σταυροφορία. Στην αρχή αρνήθηκε να ορκιστεί πίστη στον Έλληνα αυτοκράτορα και έφυγε από την… …   Dictionary of Greek

  • Τάλμποτ — (Talbot). Επώνυμο 2 Άγγλων στρατιωτικών και ενός επιστήμονα. 1. T., Τζον (1373 – 1453). Στρατιωτικός. Νορμανδός ως προς την καταγωγή, πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία και την Ιρλανδία και εξαιτίας της ανδρείας του… …   Dictionary of Greek

  • Τατίκιος — Βυζαντινός στρατηγός την εποχή του Αλέξιου A’ Κομνηνού (1081 1118). Ήταν τουρκικής καταγωγής αλλά χριστιανός. Το 1081 ενώ ήταν πριμηκήριος, δηλαδή αρχηγός των Τούρκων αποίκων, που είχαν εγκατασταθεί γύρω από την Αχρίδα της Μακεδονίας, συμμετείχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”